Εισαγωγή: Η Δύναμη του Θαυμασμού
Ο θαυμασμός (θαῦμα) αποτελούσε βασικό χαρακτηριστικό της σκέψης στην αρχαία Ελλάδα. Για τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, ο θαυμασμός είναι η αφετηρία της φιλοσοφίας. Ο Πίνδαρος το εκφράζει ξεκάθαρα: «θαύματα πολλά». Αυτή η αντίδραση απέναντι στο παράξενο ή το ανεπανάληπτο οδηγούσε τους ανθρώπους να αναρωτιούνται και να ερευνούν τον κόσμο γύρω τους.
Η Έννοια του Θαύματος στην Ελληνική Σκέψη
Οι αρχαίοι Έλληνες, λοιπόν, συνδύαζαν τον θαυμασμό τόσο με το ορατό όσο και με το απρόσμενο ή το υπερφυσικό. Έτσι, στα Ομηρικά έπη, το θαύμα συνδέεται αφενός με θεϊκές επεμβάσεις, αφετέρου με αντικείμενα και γεγονότα που ξεπερνούν τα ανθρώπινα όρια. Επιπλέον, ο θαυμασμός δεν περιοριζόταν μόνο στην εξωτερική εμπειρία· αντίθετα, αποτελούσε και εσωτερική διεργασία. Μπορούσε, συνεπώς, να προκαλέσει έμπνευση, αλλά και αμηχανία, ανάλογα με το πλαίσιο και την προσωπική στάση του ατόμου.
Θαυμασμός και Φιλοσοφία
Ο Πλάτων γράφει πως το «θαυμάζειν» είναι το πάθος του φιλοσόφου. Ο Αριστοτέλης επισημαίνει πως οι άνθρωποι, από την αρχή, άρχισαν να φιλοσοφούν εξαιτίας του θαυμασμού. Το αίσθημα αυτό πυροδοτεί την περιέργεια και την αναζήτηση της αλήθειας. Χωρίς θαυμασμό, δεν υπάρχει γνήσια φιλοσοφική αναζήτηση.
Θαυμασμός και Τέχνη
Ο θαυμασμός εκφράζεται και μέσω της τέχνης. Οι Έλληνες περιγράφουν αγάλματα, μουσικά έργα και ποιήματα ως θαυμαστά, δηλαδή ικανά να εμπνέουν δέος. Ένα έργο τέχνης ή μια παράσταση μπορούσε να προκαλέσει συναισθηματική ταραχή και εντυπωσιασμό. Αυτή η αντίδραση γινόταν συχνά αφορμή για εμβάθυνση και διάλογο.
Η Διπλή Όψη του Θαυμασμού
Δεν είχε πάντα θετικό πρόσημο ο θαυμασμός. Κάποιες φορές οδηγούσε σε αμηχανία ή ακόμα και σε πνευματική στασιμότητα, όπως φαίνεται στη λέξη «έκπληξις». Η υπερβολική κατάπληξη μπορούσε να αφήσει κάποιον άφωνο και ανίκανο να σκεφτεί ή να εκφραστεί, ειδικά μπροστά σε απρόσμενα γεγονότα ή σοφιστικές επιδείξεις.
Θαυμασμός ως Μέσο Επανανοηματοδότησης
Στην κλασική Αθήνα, ο θαυμασμός χρησίμευε για να παρουσιάσει το οικείο ως ξένο και το ξένο ως οικείο. Τόσο στην τραγωδία όσο και στην κωμωδία, αλλά και στην ιστοριογραφία, ο θαυμασμός χρησιμοποιήθηκε ως εργαλείο αναστοχασμού, διάκρισης του πραγματικού από το φανταστικό και επανεξέτασης της καθημερινότητας.
Θαυμασμός, Ρητορική και Επικοινωνία
Η γλώσσα και η τέχνη στην αρχαία Ελλάδα μπορούσαν να προκαλέσουν θαυμασμό, άλλοτε ως έμπνευση και άλλοτε ως παραπλάνηση. Ο Πλάτωνας, για παράδειγμα, προειδοποιεί για τη δύναμη των «θαυματοποιών» που παγιδεύουν το νου με εντυπωσιακές εικόνες και λόγια.
Συμπέρασμα: Η Κληρονομιά του Θαυμασμού
Ο θαυμασμός αποτελεί βασικό άξονα της αρχαίας ελληνικής εμπειρίας. Δεν αφορά μόνο τη φιλοσοφία, αλλά και την τέχνη, τη λογοτεχνία, τη θρησκεία και την καθημερινότητα. Μέσα από τον θαυμασμό, οι Έλληνες διευρύνουν τα όρια της γνώσης, της φαντασίας και της δημιουργίας.
Πηγή : cambridge